- ευπεριόριστος
- εὐπεριόριστος, -ον (ΑΜ)αυτός που ορίζεται καλά, που προσδιορίζεται καλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περι-ορίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπεριόριστος — welldefined masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεριορίστως — εὐπεριόριστος welldefined adverbial εὐπεριόριστος welldefined masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεριόριστον — εὐπεριόριστος welldefined masc/fem acc sg εὐπεριόριστος welldefined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεριόριστα — εὐπεριόριστος welldefined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπεριόριστοι — εὐπεριόριστος welldefined masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)